Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „langlegen“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

lang|legen ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

1. langlegen (hinfallen):

sich langlegen
s'étaler οικ

2. langlegen (sich niederlegen):

sich auf etw δοτ langlegen

Παραδειγματικές φράσεις με langlegen

sich langlegen
s'étaler οικ
sich auf etw δοτ langlegen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"langlegen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina