Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „kennerhaft“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

I . kennerhaft, kennerisch ΕΠΊΘ

kennerhaft Blick, Griff, Miene
expert(e)

II . kennerhaft, kennerisch ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "kennerhaft" σε άλλες γλώσσες

"kennerhaft" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina