Γερμανικά » Γαλλικά

gelockt [gəˈlɔkt] ΕΠΊΘ

gelockt Haare
bouclé(e)

II . locken1 [ˈlɔkən] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Βλέπε και: gelockt

gelockt [gəˈlɔkt] ΕΠΊΘ

gelockt Haare
bouclé(e)

locken2 ΡΉΜΑ μεταβ

1. locken (verlockend sein) Angebot, Möglichkeit:

2. locken (anlocken):

Παραδειγματικές φράσεις με gelockt

blond gelockt

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

"gelockt" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina