Achtziger1 <-s, -> ΟΥΣ αρσ
1. Achtziger (Mann in den Achtzigern):
-
Achtziger
-
octogénaire αρσ
2. Achtziger → Achtzigjährige(r)
3. Achtziger (Wein des Jahrgangs 1980):
-
Achtziger
-
1980 αρσ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.