Γερμανικά » Γαλλικά

Wald <-[e]s, Wälder> [valt, Plː ˈvɛldɐ] ΟΥΣ αρσ

Feld-Wald-und-Wiesen-Doktor ΟΥΣ αρσ οικ

médecin αρσ de campagne μειωτ οικ

Παραδειγματικές φράσεις με Walde

sich wie eine [o. die] Axt im Walde benehmen οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina