Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „Prostituierte Prostituierter“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά

(Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

Prostituierte(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

prostitué(e) αρσ (θηλ)

prostituieren* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. prostituieren:

2. prostituieren (sich herabwürdigen):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina