Γερμανικά » Γαλλικά

Lohnabhängige(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

salarié(e) αρσ (θηλ)

lohnabhängig ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina