Γερμανικά » Γαλλικά

Ledige(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

Ledige(r)
célibataire αρσ θηλ

ledig [ˈleːdɪç] ΕΠΊΘ

1. ledig (unverheiratet):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Ledige Lediger" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina