Γερμανικά » Γαλλικά

Lebenslängliche(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ οικ

condamné(e) αρσ (θηλ) à perpète οικ

I . lebenslänglich ΕΠΊΘ

II . lebenslänglich ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Lebenslängliche Lebenslänglicher" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina