Γερμανικά » Γαλλικά

Homosexuelle(r) [ˈhomozɛksuɛlɐ, homozɛˈksuɛlɐ] ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

homosexuel(le) αρσ (θηλ)

homosexuell [ˈhomozɛksuɛl, homozɛˈksuɛl] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina