Γερμανικά » Γαλλικά

Hinschied <-s, -e> [ˈhɪnʃiːt] ΟΥΣ αρσ CH τυπικ

Hinschied
disparition θηλ
Hinschied
décès αρσ

hin|scheiden ΡΉΜΑ αμετάβ ανώμ +sein ευφημ τυπικ

trépasser λογοτεχνικό

Hinscheiden <-s; χωρίς πλ> ΟΥΣ ουδ ευφημ τυπικ

trépas αρσ λογοτεχνικό

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Im folgenden Jahr erfuhr der Vater vom Hinschied seines Jüngsten.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Hinschied" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina