Γερμανικά » Γαλλικά

Geflüchtete(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

migrant(e) αρσ(θηλ)
réfugié(e) αρσ(θηλ)

II . flüchten [ˈflʏçtən] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα +haben

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina