Γερμανικά » Γαλλικά

Fünfzigjährige(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

fünfzigjährig ΕΠΊΘ προσδιορ

Βλέπε και: achtzigjährig

achtzigjährig [-jɛːrɪç] ΕΠΊΘ προσδιορ

Fünfzigjährige(r) θηλ(αρσ)
quinquagénaire αρσ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Fünfzigjährige Fünfzigjähriger" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina