Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „Einberufene Einberufener“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

Einberufene(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

appelé(e) αρσ (θηλ)

ein|berufen* ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ

1. einberufen (zusammenkommen lassen):

2. einberufen ΣΤΡΑΤ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Einberufene Einberufener" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina