Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „Dusseligkeit“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

Dusseligkeit <-, -en> ΟΥΣ θηλ οικ

Dusseligkeit
connerie θηλ οικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Er selbst überlebt zufällig wegen seiner Dusseligkeit.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Dusseligkeit" σε άλλες γλώσσες

"Dusseligkeit" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina