Γερμανικά » Γαλλικά

Bucklige(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

bossu(e) αρσ (θηλ)

bucklig ΕΠΊΘ οικ

1. bucklig:

bossu(e)

2. bucklig (uneben):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Αναζητήστε "Bucklige Buckliger" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina