Γερμανικά » Γαλλικά

Arbeitsfähige(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

arbeitsfähig ΕΠΊΘ

2. arbeitsfähig (funktionsfähig):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Arbeitsfähige Arbeitsfähiger" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina