Γερμανικά » Γαλλικά

Anwalt (Anwältin) <-[e]s, Anwälte> [ˈanvalt, Plː ˈanvɛltə] ΟΥΣ αρσ (θηλ)

2. Anwalt τυπικ (Fürsprecher):

défenseur αρσ

Staatsanwalt (-anwältin) ΟΥΣ

Καταχώριση χρήστη
Staatsanwalt (-anwältin) αρσ θηλ ΝΟΜ
procureur αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με Anwälten

ein Star unter den Anwälten

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina