Γερμανικά » Γαλλικά

Amputierte(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

amputé(e) αρσ (θηλ)

I . amputieren* ΡΉΜΑ μεταβ

II . amputieren* ΡΉΜΑ αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Αναζητήστε "Amputierte Amputierter" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina