Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „wegkriegen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

weg|krie·gen ΡΉΜΑ μεταβ

wegkriegen → wegbekommen

Βλέπε και: wegbekommen

weg|be·kom·men* ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ οικ

3. wegbekommen (sich anstecken):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"wegkriegen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文