Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „wegholen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

II . weg|ho·len ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

sich δοτ was wegholen Krankheit
sich δοτ eine Grippe wegholen

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

sich δοτ eine Grippe wegholen
sich δοτ was wegholen Krankheit

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Obwohl Fußball ihn von der Straße wegholte, hatte es für ihn keine Priorität mehr.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"wegholen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文