Γερμανικά » Αγγλικά

ver·knif·fen ΕΠΊΘ

ver·knei·fen* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα ανώμ οικ

2. verkneifen (sich versagen):

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

etw verkniffen sehen οικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Das passierte einige Male, bis wir uns die Frage verkniffen.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"verkniffen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文