Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „vergattern“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά

(Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

ver·gat·tern* [fɛɐ̯ˈgatɐn] ΡΉΜΑ μεταβ

1. vergattern (mit einem Gatter umgeben):

etw vergattern
to fence in χωριζ sth

2. vergattern οικ (zwingen):

jdn zu etw δοτ vergattern
to rope in χωριζ sb to do sth

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

jdn zu etw δοτ vergattern
to rope in χωριζ sb to do sth

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Mitunter werden seine offiziellen Vorgesetzten von (und bei) ihm zum Nachsitzen vergattert.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "vergattern" σε άλλες γλώσσες

"vergattern" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文