Γερμανικά » Αγγλικά

unkündbar ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ

Ειδικό λεξιλόγιο

unkündbar ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ

Ειδικό λεξιλόγιο

unkündbar ΕΠΊΘ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ

Ειδικό λεξιλόγιο

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Die Unternehmen müssen unkündbares Personal vorhalten, das im Extremfall unbeschäftigt ist und deshalb Leerkosten verursacht.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文