Γερμανικά » Αγγλικά

po·peln [ˈpo:pl̩n] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

popeln

Po·pel <-s, -> [ˈpo:pl̩] ΟΥΣ αρσ οικ

1. Popel (Stück Nasenschleim):

bogey βρετ οικ
booger αμερικ οικ

2. Popel (Durchschnittsbürger):

pleb οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"popeln" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文