Γερμανικά » Αγγλικά

miss·be·ha·gen*, miß·be·ha·gen*παλαιότ [ˈmɪsbəha:gn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ τυπικ

Miss·be·ha·genΜΟ, Miß·be·ha·genπαλαιότ <-s> [ˈmɪsbəha:gn̩] ΟΥΣ ουδ kein πλ τυπικ

2. Missbehagen (Missfallen):

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

etw missbehagt jdm [an etw δοτ]
es missbehagt jdm, etw zu tun

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文