Γερμανικά » Αγγλικά

lüm·meln [ˈlʏml̩n] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα +haben μειωτ οικ (sich nachlässig hinsetzen)

sich αιτ irgendwohin lümmeln
sich αιτ auf etw δοτ lümmeln

Lüm·mel <-s, -> [ˈlʏml̩] ΟΥΣ αρσ

1. Lümmel μειωτ (Flegel):

lout οικ
βρετ a. yob οικ

2. Lümmel οικ (Bursche, Kerl):

little fellow οικ
βρετ a. [little] chappie dated οικ

3. Lümmel αργκ (Penis):

willy βρετ αργκ
weenie αμερικ αργκ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

sich αιτ auf etw δοτ lümmeln

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
So wird er von einem Gefreiten angebrüllt, wenn er sich in nicht geordneten Kleidern aufs Bett lümmelt und raucht.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"lümmeln" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文