Γερμανικά » Αγγλικά

I . hut·schen [ˈhʊtʃn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ νοτιογερμ, A οικ (schaukeln)

hutschen

II . hut·schen [ˈhʊtʃn̩] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα (verschwinden, weggehen)

sich αιτ hutschen

Hut·sche <-, -n> [ˈhʊtʃə] ΟΥΣ θηλ νοτιογερμ, A οικ

1. Hutsche (Schaukel):

2. Hutsche μειωτ αργκ (alte Schlampe):

old tart μειωτ οικ
old floozie [or floosie] [or floozy] μειωτ οικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

sich αιτ hutschen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"hutschen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文