Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „hinschlagen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

hin|schla·gen ΡΉΜΑ αμετάβ ανώμ

1. hinschlagen +sein (hinfallen):

hinschlagen
to fall [flat on one's face οικ ]
hinschlagen

2. hinschlagen +haben (zuschlagen):

hinschlagen
mit einem Gegenstand hinschlagen

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

lang hinschlagen
mit einem Gegenstand hinschlagen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"hinschlagen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文