Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „hinhaut“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

I . hin|hau·en ανώμ ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

2. hinhauen (ausreichen):

II . hin|hau·en ανώμ ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα αργκ

2. hinhauen (sich hinflegeln):

sich αιτ hinhauen

III . hin|hau·en ανώμ ΡΉΜΑ μεταβ οικ (schlampig erledigen)

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

[wo der hinhaut], da wächst kein Gras mehr οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文