Γερμανικά » Αγγλικά

ge·rin·gelt ΕΠΊΘ

II . rin·geln [ˈrɪŋl̩n] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

sich αιτ ringeln

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

geringelte Socken

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Sie trägt eine geblümte Bluse und ein weißes Schürzenkleid sowie rot-weiß geringelte Kniestrümpfe.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文