Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „gefreit“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

I . frei·en [ˈfraiən] απαρχ ΡΉΜΑ μεταβ

II . frei·en [ˈfraiən] απαρχ ΡΉΜΑ αμετάβ

Βλέπε και: jung

II . jung <jünger, jüngste> [jʊŋ] ΕΠΊΡΡ

ιδιωτισμοί:

jung gefreit, nie gereut παροιμ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

jung gefreit, nie gereut παροιμ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文