Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „fusselig“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

fus·se·lig [ˈfʊsəlɪç] ΕΠΊΘ

fusselig
fluffy προσδιορ
fusselig
full of fluff κατηγορ

Βλέπε και: Mund

Mund <-[e]s, Münder> [mʊnt, πλ ˈmʏndɐ] ΟΥΣ αρσ

ιδιωτισμοί:

den Mund aufreißen αργκ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

sich δοτ den Mund fusselig reden

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"fusselig" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文