Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „frischgebackene“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

frisch·ge·ba·cken ΕΠΊΘ

1. frischgebacken Brot, Kuchen → frisch

Βλέπε και: frisch

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

eine frischgebackene Ehefrau

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文