Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „feinmachen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

fein|ma·chen ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

feinmachen → fein

Βλέπε και: fein

I . fein [fain] ΕΠΊΘ

5. fein οικ (anständig):

fein ειρων
fine ειρων
you're a fine friend! ειρων

ιδιωτισμοί:

fein heraus [o. raus] sein οικ

II . fein [fain] ΕΠΊΡΡ

1. fein vor επίθ, επίρρ παιδ γλώσσ (hübsch):

nice and ...
just παιδ γλώσσ

4. fein (elegant):

sich αιτ fein machen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "feinmachen" σε άλλες γλώσσες

"feinmachen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文