Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „examinieren“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

ex·a·mi·nie·ren* [ɛksamiˈni:rən] ΡΉΜΑ μεταβ τυπικ

2. examinieren (ausforschen):

jdn [streng] examinieren
to grill sb οικ
jdn [streng] examinieren

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

jdn [streng] examinieren
to grill sb οικ
jdn über ein Thema examinieren

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"examinieren" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文