Γερμανικά » Αγγλικά

I . er··ßi·gen* ΡΉΜΑ μεταβ

II . er··ßi·gen* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

I . er··ßigt ΡΉΜΑ

ermäßigt μετ παρακειμ und 1. pers. ενικ von ermäßigen

Βλέπε και: ermäßigen

I . er··ßi·gen* ΡΉΜΑ μεταβ

II . er··ßi·gen* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

ermäßigter Steuersatz

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文