Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „einsargen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

ein|sar·gen [ˈainzargn̩] ΡΉΜΑ μεταβ

jdn einsargen

ιδιωτισμοί:

jd kann sich αιτ mit etw δοτ einsargen lassen αργκ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

jd kann sich αιτ mit etw δοτ einsargen lassen αργκ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Beim Einsargen seiner Frau hatte der Kommandant vor den anderen Militärs bitterlich geweint.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "einsargen" σε άλλες γλώσσες

"einsargen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文