Γερμανικά » Αγγλικά

ein·ge·keilt ΕΠΊΘ

eingekeilt
das Auto ist eingekeilt worden

ein|kei·len ΡΉΜΑ μεταβ

einkeilen → eingekeilt

Βλέπε και: eingekeilt

ein·ge·keilt ΕΠΊΘ

eingekeilt
das Auto ist eingekeilt worden

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

das Auto ist eingekeilt worden

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "eingekeilt" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文