Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „dranmachen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

I . dran|ma·chen ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ (mit etw beginnen)

sich αιτ [an etw αιτ] dranmachen

II . dran|ma·chen ΡΉΜΑ μεταβ οικ (befestigen)

etw [an etw αιτ] dranmachen
einen Aufkleber/Etikett an etw αιτ dranmachen
eine Steckdose dranmachen

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

sich αιτ [an etw αιτ] dranmachen
eine Steckdose dranmachen
einen Aufkleber/Etikett an etw αιτ dranmachen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "dranmachen" σε άλλες γλώσσες

"dranmachen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文