Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „ausheulen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

I . aus|heu·len οικ ΡΉΜΑ αμετάβ

II . aus|heu·len οικ ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. ausheulen (gründlich weinen):

sich αιτ ausheulen

2. ausheulen (jdm sein Leid klagen):

sich αιτ bei jdm ausheulen
sich αιτ bei jdm ausheulen

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

sich αιτ ausheulen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"ausheulen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文