Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „ausdörren“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

I . aus|dör·ren ΡΉΜΑ μεταβ +haben

II . aus|dör·ren ΡΉΜΑ αμετάβ +sein

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

die Haut ausdörren
to dry out χωριζ one's skin
die Kehle ausdörren

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"ausdörren" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文