Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „aufreizen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

auf|rei·zen ΡΉΜΑ μεταβ

1. aufreizen (erregen):

jdn aufreizen
jdn aufreizen (stärker)
sich αιτ durch etw αιτ aufreizen lassen
to get worked up about sth οικ

2. aufreizen (provozieren):

jdn [zu etw δοτ] aufreizen
jdn zum Kampf aufreizen

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

jdn zum Kampf aufreizen
sich αιτ durch etw αιτ aufreizen lassen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"aufreizen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文