Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „aufkehren“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

I . auf|keh·ren bes. νοτιογερμ, A ΡΉΜΑ αμετάβ

aufkehren

II . auf|keh·ren bes. νοτιογερμ, A ΡΉΜΑ μεταβ

etw aufkehren
to sweep up sth χωριζ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Dabei wurden Laub, Zweige und Moos auf dem Waldboden aufgekehrt und eingesammelt, um eine Verwendung als Viehstreu zu finden.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "aufkehren" σε άλλες γλώσσες

"aufkehren" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文