Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „angeprescht“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

an|pre·schen ΡΉΜΑ +sein οικ αμετάβ

angeprescht kommen
angeprescht kommen (auf einen zukommend)

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

angeprescht kommen (auf einen zukommend)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "angeprescht" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文