Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „abrennen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

ab|ren·nen ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ οικ (eilig aufsuchen)

etw abrennen

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

sich δοτ die Beine [nach etw δοτ] abrennen [o. ablaufen] [o. wund laufen] οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "abrennen" σε άλλες γλώσσες

"abrennen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文