Γερμανικά » Αγγλικά

ab·ge·hetzt ΕΠΊΘ

abgehetzt

I . ab|het·zen ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

II . ab|het·zen ΡΉΜΑ μεταβ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Es gab keine Pause für die abgehetzten schottischen Soldaten.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"abgehetzt" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文