Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „Weisungsabhängigkeit“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά

(Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

Wei·sungs·ab·hän·gig·keit ΟΥΣ θηλ (in einem Arbeitsverhältnis)

Weisungsabhängigkeit

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Zentraler Bestandteil der Beschäftigung ist demnach die Weisungsabhängigkeit.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Weisungsabhängigkeit" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文