Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „Ungelegenheiten“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

Un·ge·le·gen·hei·ten ΟΥΣ πλ

Ungelegenheiten
jdm Ungelegenheiten machen [o. τυπικ bereiten]

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

jdm Ungelegenheiten machen [o. τυπικ bereiten]

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Ungelegenheiten" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文