Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „Schwulität“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

Schwu·li·tät <-, -en> [ʃvuliˈtɛ:t] ΟΥΣ θηλ meist πλ οικ

1. Schwulität (Schwierigkeiten):

Schwulität
Schwulität
trouble no πλ
to land sb in it βρετ οικ
to get into a fix οικ [or trouble]

2. Schwulität kein πλ ιδιωμ (Erregung):

Schwulität

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Schwulität hat ursprünglich keine Verbindung dazu.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Schwulität" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文